-
1 παλάσσω
A besprinkle, defile,αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν.. οὖδας Od.13.395
:—mostly in [voice] Pass.,παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ Il.5.100
;αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Od.22.402
, cf. Call.Lav.Pall.7;πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Od.22.406
;αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος Hes.Op. 733
;νιφετῷ π. ὕδωρ Q.S.12.410
:—in [voice] Med., παλάσσετο χεῖρας he bespattered his hands, Il.11.169.2 [voice] Pass., to be scattered abroad, ἐγκέφαλος πεπάλακτο ib.98, 12.186.II Ἀσωπὸς.. πεπάλακτο κεραυνῷ was smitten, for ἐπέπληκτο, Call.Del.78.III in [tense] pf. [voice] Med., shake, i. e. draw lots from an urn, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερές determine your fate by lot, Il.7.171; ;πεπάλαχθε κατὰ κληῗδας ἐρετμά A.R.1.358
.—Aristarch. read πεπάλασθε, πεπαλάσθαι in Hom. (cf. πάλλω).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλάσσω
См. также в других словарях:
λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… … Dictionary of Greek
πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… … Dictionary of Greek